Ενορία και Λατρεία

Πρωτοπρ. Δημητρίου Βακάρου

Η Εκκλησία, η οποία είναι “σώμα Χριστού”, πραγματοποιεί ιστορικά την ύπαρξή της στη Θ. Ευχαριστία και στη λατρεία. Η ενορία, που είναι το κύτταρο της εκκλησιαστικής ζωής, στη Θεία Ευχαριστία και στη λατρεία, αποτελεί μικρογραφία τής μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας22. Την ενορία αναθέτει και εμπιστεύεται ο Επίσκοπος στα χέρια του Εφημερίου-Πρεσβυτέρου. Έτσι ο Εφημέριος αναλαμβάνει να είναι ο τελετουργός της Θ. Ευχαριστίας και γενικά της λατρείας της Εκκλησίας.

Ο Πρεσβύτερος κατά την ώρα της χειροτονίας λαμβάνει δια των ευχών της χειροτονίας του από τον χειροτονούντα Επίσκοπο το δικαίωμα “παρεστάναι αμέμπτως τω θυσιαστηρίω σου, κηρύσσειν το Ευαγγέλιον της Βασιλείας σου, ιερουργείν τον λόγον της αληθείας σου, προσφέρειν σοι δώρα και θυσίας πνευματικάς, ανακαινίζειν τον λαόν σου δια της του λουτρού παλιγγενεσίας”23. Πρωταρχικό, λοιπόν, καθήκον, υποχρέωση αλλά και δικαίωμα του Πρεσβυτέρου-Εφημερίου είναι να τελεί τη λατρεία στο ναό της ενορίας, στην οποίαν τοποθετείται από τον Επίσκοπο. Να τελεί δηλαδή κάθε μέρα τις ακολουθίες του όρθρου και του εσπερινού. Να τελεί τις θείες Λειτουργίες κατά τις Κυριακές, τις Δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές, τις μνήμες των εορταζομένων Αγίων, τις Θ. Λειτουργίες τών προηγιασμένων δώρων κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και γενικά επιτελείν τας κεκανονισμένας δημοσίας ιεράς ακολουθίας και Ιεροτελεστίας κατά τον υπό του εκκλησιαστικού πολιτεύματος προσδιορισμένον χρόνον24. Δια της χειροτονίας ο Πρεσβύτερος γίνεται ο sacerdos=Ιερεύς της ενορίας αντί του Επισκόπου και με αδιάσπαστη ενότητα μαζί του. Δεν μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητος, αυτόνομος Πρεσβύτερος-Ιερεύς χωρίς εξάρτηση από τον Επίσκοπο του τόπου, διότι καταστρέφει την ενότητα της Εκκλησίας, διασπά την Αποστολική διαδοχή και άρα βρίσκεται στην αίρεση25.

Ο αγιασμός των πιστών της ενορίας παρέχεται από τον Πρεσβύτερο-Εφημέριο, συντελείται όμως κατά την ιερουργίαν των μυστηρίων και του λόγου της αληθείας που κηρύττει και τελεί ο ίδιος. Το κάθε τι στη ζωή της Εκκλησίας αγιάζεται δια λόγου Θεού και εντεύξεως26. Το κήρυγμα κατά την λατρεία της Εκκλησίας δεν είναι απλώς ένα φιλολογικό είδος ή μια επίδειξη ρητορικής ικανότητος. Το κήρυγμα είναι ο λόγος του Θεού που έχει μυστηριακή δύναμη και αγιάζει τον πιστό27. Η έννοια, λοιπόν, της λατρείας περικλείει και την Ιερουργία του λόγου της αληθείας, το κηρύσσειν το Ευαγγέλιον της Βασιλείας του Θεού.

Όταν η λατρεία της Εκκλησίας δεν γίνεται καθημερινά, ατονεί και στη συνείδηση των πιστών η έννοια του μυστηρίου της συνάξεως. Οι πιστοί μας σήμερα έρχονται στην Εκκλησία για να ικανοποιήσουν ατομικές τους θρησκευτικές ανάγκες. Λίγοι απ’ αυτούς γνωρίζουν ότι ερχόμενοι στο ναό και μετέχοντας στη λατρεία της Εκκλησίας γίνονται μαζί με τον Ιερέα Εκκλησία = σώμα Χριστού. Αυτή την ιστορική πραγματικότητα της παρουσίας του Χριστού με τη σύναξη των πιστών στη λατρεία της Εκκλησίας δεν την έχουμε κατανοήσει και εμείς οι κληρικοί τόσο καλά. Διότι, εάν την είχαμε κατανοήσει, όλο μας το διοικητικό έργο στην ενορία, όλο μας το ποιμαντικό έργο και όλα μας τα προγράμματα πνευματικής δραστηριότητος μέσα στην ενορία θα ξεκινούσαν από την λατρεία της Εκκλησίας και θα ήταν η συνέχεια, η επέκταση της λατρείας της Εκκλησίας στη ζωή της ενορίας. Πολλές φορές όμως συμβαίνει το αντίθετο: η πραγματοποίηση των διαφόρων προγραμμάτων πνευματικής δραστηριότητος να γίνεται εις βάρος της λατρείας της Εκκλησίας με αποτέλεσμα, αντί να αυξάνει και να οικοδομείται η ενορία ως Εκκλησία-σώμα Χριστού, να μαραζώνει και να συρρικνώνεται. Η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινος οργανισμός που μπορεί να τρέχει αγκομαχώντας για να φτάσει τις ραγδαίες μεταβολές του κόσμου τούτου ο οποίος “παράγει”28, ούτε να αλλάζει συνεχώς στόχους και προγράμματα, όπως κάνει ο κόσμος και οι οργανωμένες κοινωνικές ομάδες. Η Εκκλησία είναι ο ανά τους αιώνας παρατεινόμενος Χριστός, ο οποίος είναι χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας29, και έχει δική της λειτουργική ζωή και παράδοση που διαμορφώνουν το ήθος των μελών της. Αυτή η τοποθέτησή μας είναι λανθασμένη. Η Εκκλησία παρέλαβε και συνεχώς μάς παραδίδει τη λατρευτική της ζωή και παράδοση, η οποία συνεχώς εν Αγίω Πνεύματι ανανεώνεται και ζωογονεί τα μέλη της οδηγώντας τα “εις σωτηρίαν την εν Χριστώ Ιησού”30. Πρέπει, λοιπόν, να φθάσουμε δια της λατρείας όχι απλώς στην κατανόηση αλλά και στην πραγματικότητα του ύμνου που λέει: “εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν”31. Όταν αυτό γίνει, τότε γεμάτοι από χαρά και αγαλλίαση θα μπορούμε να λέμε: “ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τα αυλάς του Κυρίου”32. Όταν εμείς οι Ιερείς φθάσουμε δια της λατρείας στο σημείο αυτό, τότε και η ενορία μας, τα μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, θα μπορούν να λένε: “Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών”33.

Για να πραγματοποιηθούν όμως τα παραπάνω πρέπει να υπογραμμίσουμε την έννοια του εφημερίου της ενορίας ως ποιμένος του λαού του Θεού, τον οποίον καλείται να διακονήσει. Ο Ιερέας εκλέγεται και χειροτονείται για μια συγκεκριμένη Ενορία-κοινότητα της οποίας τα μέλη αυτόματα γίνονται τα πνευματικά του τέκνα. Με τον διορισμό του υπό του Μητροπολίτου της περιοχής του εγκαθίσταται και ζει στην Ενορία-κοινότητα και δια της λατρείας, του κηρύγματος, της κατηχήσεως και της παραδειγματικής βιοτής του, φέρνει τα πνευματικά του τέκνα στη σύναξη της Εκκλησίας για να τα καταστήσει ζωντανά και ενεργά μέλη του σώματος του Χριστού. Τα λόγια του Χριστού στο 10ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην ευαγγελίου αποτελούν την βάση πάνω στην οποία πρέπει να εργαστεί ο Ιερεύς-ποιμήν, προκειμένου να οδηγήσει τα πνευματικά του τέκνα στην εν Χριστώ σωτηρίαν. Εάν ο Ιερεύς-ποιμήν της ενορίας είναι πραγματικά ποιμένας και όχι εφημέριος, τότε το ποίμνιό του – τα λογικά πρόβατα, τα οποία καλεί με το όνομά τους-, “ακούνε τη φωνή του, και όταν έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι (=γνωρίζουν) την φωνήν αυτού”34. Έναν ξένο όμως ποιμένα δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα τον αποφύγουν, διότι δεν αναγνωρίζουν την φωνή των ξένων. Όταν όμως εκείνος που εκλέχτηκε και χειροτονήθηκε να είναι ο ποιμένας της Ενορίας-κοινότητας γίνεται ο εφημέριος, ο οποίος εμφανίζεται στην κοινότητα-Ενορία του τις Κυριακές και μεγάλες γιορτές, τότε ούτε το ποίμνιό του γνωρίζει ούτε από το ποίμνιο του αναγνωρίζεται. Άρα δεν είναι καλός ποιμένας, αλλά μισθωτός. Διότι “ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων”35. Ενώ ο μισθωτός, ο οποίος δεν είναι ουσιαστικά ποιμένας και επομένως δεν θεωρεί ότι τα λογικά πρόβατα είναι δικά του, βλέπει τον λύκο να έρχεται, αφήνει τα πρόβατα και φεύγει, και ο λύκος τα αρπάζει και τα σκορπίζει. Επειδή ακριβώς είναι μισθωτός, δεν τον μέλει για τα λογικά πρόβατα, εγκαταλείπει το ποίμνιο και όλη την εβδομάδα ζει στην πλησιέστερη πόλη ή κωμόπολη χωρίς λειτουργική ζωή και χωρίς ποιμαντική μέριμνα για την σωτηρία του ποιμνίου του. Εδώ πρέπει να αναζητήσουμε την αίτια ότι η λειτουργική ευχαριστιακή σύναξη στα χωριά μας, στις μικρές αγροτικές κοινότητες-Ενορίες είναι πολύ μικρή, ενώ την ίδια ώρα της θείας Λειτουργίας το καφενείο του χωριού είναι γεμάτο από τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι φυσιολογικά έπρεπε να είναι στην Εκκλησία. Ακόμη θα πρόσθετα ότι η λειτουργικότητα μεταξύ Ενορίας και κοινότητας ατόνησε τόσο πολύ, ώστε το λειτουργικό ήθος της Εκκλησίας, το ήθος της ευσέβειας, της σεμνότητος, του αλληλοσεβασμού και της οφειλόμενης εκατέρωθεν τιμής να είναι σχεδόν ανύπαρκτο σήμερα. Οι άρχοντες και οι προεστοί της κοινότητας, οι οποίοι έπρεπε να είναι μεταξύ των πρώτων στην λειτουργική ευχαριστιακή σύναξη της Εκκλησίας, σήμερα εάν δεν είναι πολέμιοι της Εκκλησίας, το ολιγώτερον είναι αδιάφοροι.

Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο στις Ενορίες των πόλεων. Η αστυφιλία και η ραγδαία, πολεοδομικά άτακτη ανάπτυξη των πόλεων αύξησαν τον πληθυσμό των υπαρχουσών Ενοριών με αποτέλεσμα να προστεθούν στους υπάρχοντες ποιμένες-εφημερίους και δεύτεροι και τρίτοι και τέταρτοι ποιμένες-εφημέριοι. Στην πραγματικότητα ο δεύτερος, τρίτος, τέταρτος κ.λπ. ποιμένας-εφημέριος εκλέχτηκαν και χειροτονήθηκαν για μια συγκεκριμένη κοινότητα-Ενορία, η οποία συγχωνεύθηκε καθ’ ύψος και κατ’ έκταση στην υπάρχουσα αρχική ενορία της πόλεως, με αποτέλεσμα την δημιουργία μεγάλων ενοριών και τον οικοδομικό οργασμό για επέκταση των μικρών σε μεγάλους ναούς ή και την ανέγερση μεγάλων ναών. Δεν προβλέφθηκε και ούτε στη σχετική περί ενοριών και εφημερίων εκκλησιαστική νομοθεσία αναφέρεται η δημιουργία μικρών Ενοριών με ένα ποιμένα-εφημέριο για να διατηρηθεί η λειτουργική ευχαριστιακή κοινότητα και το μυστήριο της σύναξης του σώματος του Χριστού, ζωντανή μαρτυρία της παρουσίας και της αγιότητος της Εκκλησίας στον κόσμο. Απεναντίας, η πράξη διοργανώσεως των Ορθοδόξων λειτουργικών ευχαριστιακών κοινοτήτων της διασποράς όπου μόνον ένας Ιερεύς-ποιμήν διορίζεται προϊστάμενος της εκκλησιαστικής κοινότητος. Διοριζόμενος δεύτερος ιερεύς, θεωρείται και είναι βοηθός του προϊστάμενου και ποιμένος της εκκλησιαστικής κοινότητος, τον οποίον βοηθεί στο μεγάλο και με πολύ καλά αποτελέσματα λατρευτικό και ποιμαντικό έργο του. Αυτό δεν φαίνεται να επηρέασε την ενοριακή μας ζωή και πραγματικότητα στις πόλεις του ελλαδικού χώρου. Έτσι στον ελλαδικό χώρο αν δεν χάθηκε η έννοια του μυστηρίου της συνάξεως, τουλάχιστον δεν τονίσθηκε ούτε από το κήρυγμα της Εκκλησίας ούτε από τον γραπτό λόγο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που ενισχύουν στην προκειμένη περίπτωση τον κανόνα.

Τα μέλη της ενορίας δεν γνωρίζουν τίποτε ή πολύ λίγα για το μυστήριο της σύναξής τους εν Εκκλησία, σκοπός της οποίας είναι να φανερώσει και να κάνει πραγματικότητα την Εκκλησία. Στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή 11: 18 και εξής, ο Απόστολος Παύλος αντιδιαστέλλει την σύναξιν των Κορινθίων εν Εκκλησία σε ευχαριστιακή σύναξη κατά την οποία πραγματοποιείται το Κυριακόν δείπνον και η κλάσις του άρτου τα οποία την τελειώνουν και εκπληρώνουν τον σκοπό της. Από τη σύναξη “επί το αυτό” κατά την οποίαν “ουκ εστί Κυριακόν δείπνον φαγείν” και για την οποίαν μέμφεται τους Κορινθίους. Έτσι ευθύς εξ αρχής, είναι ολοφάνερη και αναμφισβήτητη αυτή η τριπλή ενότητα Σύναξης, Ευχαριστίας, Εκκλησίας, για την οποία στη συνέχεια, μετά τον Απόστολο Παύλο, ομόφωνα μαρτυρεί όλη η πρώιμη παράδοση της Εκκλησίας. Αυτή εξ άλλου είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της εκκλησιαστικής συνάξεως και κάθε άλλης συνάξεως κατά την οποίαν “ουκ εστί Κυριακόν δείπνον φαγείν”.

Δυστυχώς και από την θεολογία και από το κήρυγμα και την κατήχηση της Εκκλησίας η ευχαριστία προσδιορίζεται και εξετάζεται σαν ένα από τα μυστήρια και όχι σαν το μυστήριο της σύναξης, σύμφωνα με τον ορισμό του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, με αποτέλεσμα να αγνοείται η εκκλησιολογική έννοια της ευχαριστίας και να ξεχνιέται η ευχαριστιακή διάσταση της Εκκλησιολογίας, δηλαδή της διδασκαλίας περί Εκκλησίας. Έτσι, στους ναούς των ενοριών μας η θεία Λειτουργία τελείται με την συρροή προσευχομένων. Η λειτουργική ευσέβεια έγινε επικίνδυνα ατομικιστική και αποβλέπει στην ικανοποίηση τών ψυχικών αναγκών των πιστών. Ποιος, αλήθεια τους βοήθησε να καταλάβουν αυτά που λαμβάνουν χώρα και γίνονται πραγματικότητα στην Θεία Λειτουργία; Ή ποιος τους βοήθησε να κατανοήσουν το πνεύμα της ίδιας της ευχαριστιακής ευχής: “ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαι αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν…”, με αποτέλεσμα η ευχαριστική σύναξη στον ναό της Ενορίας τους να γίνεται η φανέρωση της Εκκλησίας στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο; Και όμως, όπως γράφει ο αείμνηστος π. Αλέξανδρος Σμέμαν36, η Θεία Λειτουργία είναι το μυστήριο της σύναξης. Ο Χριστός ήλθε “ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν”37, και η ευχαριστία ευθύς εξ αρχής ήτανε η φανέρωση και η εκπλήρωση της ενότητας του νέου λαού του Θεού, του συγκεντρωμένου από τον Χριστό και εν Χριστώ. Πρέπει ακλόνητα να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε, ότι στο ναό δεν πηγαίνουμε για ατομικές προσευχές, πηγαίνουμε για να συναχθούμε σε Εκκλησία, και ο ίδιος ο ορατός ναός είναι μόνο η εικόνα του αχειροποίητου ναού, που αυτός εκφράζει. Συνεπώς, η “σύναξις Εκκλησία” είναι πραγματικά η πρώτη λειτουργική πράξη, το θεμέλιο όλης της Λειτουργίας, και εκείνος που δεν το κατανοεί, δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει και όλο το υπόλοιπο μυστήριο. Και όταν λέγω: “πηγαίνω στην Εκκλησία”, αυτό σημαίνει πηγαίνω στη σύναξη των πιστών, ώστε μαζί μ’ αυτούς να συγκροτήσω Εκκλησία, να γίνω αυτό που έγινα την ημέρα του βαπτίσματος, δηλαδή μέλος -με την πλήρη και απόλυτη σημασία αυτής της λέξης- μέλος του Σώματος του Χριστού: “Υμεις δε -λέγει ο Απόστολος- εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους”38. Πηγαίνω για να δείξω και να εκπληρώσω το χρέος μου σαν μέλος, να παρουσιάσω και να ομολογήσω ενώπιον Θεού και ανθρώπων το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού, “της ήδη ελθούσης εν δυνάμει”.

Πέραν, λοιπόν, από τις μεγάλες δυσκολίες στις ενορίες των μεγάλων αστικών κέντρων, όπου ο εφημέριος δεν γνωρίζει το ποίμνιό του κατ’ όνομα λόγω πολλών χιλιάδων Χριστιανών, έχουμε και την δυσκολία ότι δεν προβλέφθηκαν χώροι για ανέγερση νέων μικρών ναών, έτσι ώστε ο κάθε Ιερεύς να είναι ποιμένας ενός συγκεκριμένου ποιμνίου. Όπου ακόμη υπάρχει αυτή η δυνατότητα πρέπει με κάθε θυσία να γίνουν μικρές ενορίες για να δημιουργηθεί η συνειδητοποίηση του μυστηρίου της συνάξεως με την τριπλή ενότητα: Σύναξη-Ευχαριστία-Εκκλησία. Μόνον τότε ο Ιερεύς θα γίνει ποιμήν και θα πάψει να έχει την αντίληψη ότι τοποθετήθηκε στην ενορία για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του λαού. Τότε μόνον θα πιστέψει ο ιερεύς ότι είναι ο προϊστάμενος των αδελφών, ο επικεφαλής της συνάξεως, του οποίου πρώτο λειτούργημα είναι η τέλεση της ευχαριστίας και η διακονία των αδελφών. Τότε μόνον ο Πρεσβύτερος της ευχαριστιακής συνάξεις θα υπερβεί τις δυσκολίες της τυχόν επαγγελματικής Ιεροσύνης και θα νοιώσει τον χαρισματικό χαρακτήρα της ιερατικής του διακονίας. Τότε θα αισθανθεί την ενορία του, την Εκκλησία του σπίτι του και τα μέλη της συνάξεως παιδιά του. Αυτά υπογραμμίζει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν γράφει: “Και γαρ οικία κοινή πάντων εστίν η Εκκλησία, και προλαβόντων υμών εισιμεν ημείς… Δια τούτο και κοινή πάσι την ειρήνην επιλέγομεν εισιόντες ευθέως”39, για να υπενθυμίσουμε άλλη μια φορά ότι η σύναξη είναι η πρώτη λειτουργική πράξη της ευχαριστίας, η βάση και η αρχή της.

Επίλογος

Το έργο που εμπιστεύθηκε ο Χριστός δια του Επισκόπου σε μάς τους Πρεσβυτέρους να επιτελέσουμε στην ενορία είναι “θείον”, γράφει ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης “…αλλά γε δίκαιοι αν είητε ευχαίς προς το θείον χρήσασθαι τάχα, πώς αυτούς εκ του βυθού της κακίας ανιμήσητε· θείον γαρ εστίν, ως έοικε, το έργον”40. Η ενορία είναι ο συγκεκριμένος τόπος, στο ναό της οποίας ο ιερεύς καλείται να τελεί “εσπέρας και πρωί και μεσημβρίαν”41 την λατρεία του Θεού και των Αγίων Του. Η Ενορία είναι η “λυχνία”42, πάνω στην οποία τοποθετείται λύχνος, δηλαδή ο ιερεύς, για να φωτίζει τους πιστούς και να τους οδηγεί στον Σωτήρα Χριστό. Σε κάθε Ενορία “άπτει λύχνον ο Θεός Ιερέα και τίθησιν επί λυχνίας της εαυτού φωτοφόρου καθέδρας, ιν’ εξαστράπτη φωτισμόν τη Εκκλησία και δογμάτων και πράξεων σκότους απηλλαγμένον· όπως ορώντες οι λαοί τας ακτίνας της ζωτικής λαμπηδόνας, προς εκείνους ευθύνωνται, και τον Πατέρα των φώτων δοξάζωσιν”43.

Όπως βλέπουμε, ο Πρεσβύτερος-εφημέριος είναι ο υπεύθυνος για την ζωή και την ύπαρξη της ενορίας. Γι’ αυτόν η Εκκλησία ευχήθηκε και παρακάλεσε τον Κύριο λέγουσα: “δος αυτώ αγαπάν ευπρέπειαν οίκου σου, ανάπτειν λύχνον σκηνώματος δόξης σου”44. Ο Ιερεύς με την καθημερινή λατρεία είναι η ψυχή και η καρδιά τής ενορίας. Με την διδασκαλία και γενικά με την όλη ποιμαντική του διακονία είναι ο φρουρός τής ενότητος της Εκκλησίας. Το επαναστατικό πνεύμα της εποχής που επηρεάζει και την Εκκλησία, με το πρόσχημα της πνευματικής αναγεννήσεως και της αναζωπυρώσεως της πίστεως, στην ουσία είναι άνεμος απειθαρχίας και φθοράς των αξιωμάτων και των “εν υπεροχή όντων”. Η επαναστατική αντίληψη περί κυριαρχίας του λαού που κινδυνεύει να εισχωρήσει στην Εκκλησία, προσπαθεί να στρέψει το λαό κατά των ποιμένων και να διασπάσει την ενότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό χρειάζεται να προβάλουμε την Ενορία, την εκκλησιολογική της διάσταση, τον ευεργετικό της ρόλο και ότι είναι ο μόνος τόπος ελευθερίας και σωτηρίας των ανθρώπων. Εμείς δε οι Πρεσβύτεροι-εφημέριοι μη ξεχνούμε ότι θα μας ζητηθεί η παρακαταθήκη της διαφυλάξεως του σώματος του Χριστού και της ενότητος της Εκκλησίας. Υπενθυμίζω, κατακλείοντας, τα λόγια του χειροτονούντος Επισκόπου κατά την παράδοση της παρακαταθήκης: “Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην, και φύλαξον αυτήν, έως της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότε παρ’ αυτού μέλλεις απαιτείσθαι αυτήν”45.

Σημειώσεις

  1. Από το σύμβολον τής πίστεως.
  2. Ευχή χειροτονίας πρεσβυτέρου. Ευχολόγιον το Μέγα. Έκδ. Αστέρος”. Αθήναι 1970, 165.
  3. Νικόδημου Μίλας. Το Εκκλησιαστικό δίκαιον. Αθήναι 1906. 593-594.
  4. Δημητρίου Βακάρου. “Sacerdos: Ο τελετουργός τής ευχαριστίας κατά τον Άγιο Κυπριανό επίσκοπο Καρχηδόνος”. Γρηγόριος Παλαμάς, τεύχος 71/1988. 33-61 και Ανάτυπο.
  5. Α΄ Τιμ. 4: 5.
  6. Δημητρίου Βακάρου. “Από την Γέννηση μέχρι την Πεντηκοστή”, Θεσσαλονίκη 1979. 322-347.
  7. Α΄ Κορινθίους 7: 31.
  8. Εβρ. 13: 8.
  9. Β΄ Τιμ. 2: 10.
  10. “Ωρολόγιον το Μέγα”, έκδ. Απ. Διακονίας, Αθήνα 1974, 86.
  11. Ψαλμοί 83: 2-3.
  12. Ψαλμοί 83: 11.
  13. Ιω. 10: 4-5.
  14. Ιω. 10: 11.
  15. Schmemann Alexander. “Ευχαριστία”. Μετάφρ. Ανδρέου και Μαρίκας Χελιώτη, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1987, σελ. 25-26.
  16. Ιω. 11: 52.
  17. Α΄ Κορινθίους 12: 27.
  18. ΕΠΕ 10. 400.
  19. Ισίδωρου Πηλουσιώτη: “Επιστολαί” 5,2. P.G. 78. 132 C.
  20. Ευχή της εισόδου κατά τον εσπερινόν. Ευχολόγιον το Μέγα, 17.
  21. Ματθ. 5: 15-16.
  22. Ισιδώρου Πηλουσιώτου. Επιστολαί, 1, 32. P.G. 78, 201.
  23. “Ευχή επί χειροτονία Υποδιακόνου”, Ευχολόγιον το Μέγα, έκδ. Αστέρος, Αθήνα 1970, 187.
  24. Ευχολόγιον το Μέγα. 165.