Γιατί γιορτάζουμε;

Ο άνθρωπος πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού είναι από τη φύση του προορισμένος να γιορτάζει, να θυμάται το Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει χαρακτηριστικά «κεφάλαιον εορτής μνήμη Θεού». Έτσι η χριστιανική γιορτή δεν είναι μια θεωρητική, αφηρημένη και ανεύθυνη κατάσταση. Απεναντίας συνιστά την κοπιώδη πράγματι πορεία του ανθρώπου να επιστρέψει στο Θεό, στο άκτιστο Αρχέτυπό του από το οποίο και κατάγεται. Γι’  αυτό η χριστιανική γιορτή, ως βίωμα χαράς και ευφροσύνης, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί έξω από τη δοξολογία των έργων του Θεού και την εμπειρία της θείας δόξας, έξω από τη νέα πραγματικότητα που δημιούργησαν στον κόσμο τα γεγονότα της θείας Οικονομίας, της Σάρκωσης του Λόγου, του Σταυρού, του Πάθους και της Ανάστασης του Χριστού. Γεγονότα που έδωσαν νέο νόημα στο χρόνο, το χώρο, στον άνθρωπο, στον κόσμο, στην ίδια τη ζωή.

Το περιεχόμενο της χριστιανικής εορτής μέσα στην Εκκλησία

Ο άνθρωπος γιορτάζει γιατί γιορτάζει και ο Χριστός. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι «Ημίν ο Χριστός τας εορτάς εκτετέλεκεν». Το περιεχόμενο της εορτής είναι η χαρά του ανθρώπου. Η χαρά της σωτηρίας. Μια εμπειρία που βιώνεται μέσα στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, η οποία από τους Πατέρες χαρακτηρίζεται ως «Εκκλησία εορταζόντων αξίως του Πνεύματος». Μια εμπειρία που αποκτά αιώνιες διαστάσεις, γίνεται «τύπος της άνω χαράς», αφού Χριστός, Εκκλησία και έσχατα, Βασιλεία δηλαδή του Θεού, δεν χωρίζονται. Ο Θεός πια δεν τιμάται σε ορισμένα μεγάλα γεγονότα, αλλά είναι σημείο αναφοράς και μνήμης  του ανθρώπου σε κάθε στιγμή, σε κάθε ώρα, σε κάθε ημέρα, σε κάθε εορτή. Ο χρόνος στην εκκλησιαστική ζωή είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η αποκάλυψη, πραγματώνεται η σωτηρία του ανθρώπου και παίρνει αξία με το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Μπορεί πια ο άνθρωπος να ξεπεράσει το εμπόδιο του χρόνου και να ζήσει το αιώνιο και το αληθινό. Μπορούμε όλοι μας να κάνουμε τη ζωή μας ένα διαρκές Πάσχα. Οι διάσπαρτες μέσα στο εκκλησιαστικό έτος εορτές αποτελούν ακριβώς κέντρα που οργανώνουν σε μια καινούργια διάσταση το χρόνο. Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, το Δεκαπενταύγουστο, η εορτή των Αγίων Αποστόλων, οι καθημερινές μνήμες Μαρτύρων και Αγίων, ο εβδομαδιαίος και ημερήσιος κύκλος των Ακολουθιών, οι υπόλοιπες εορτές, με τις νηστείες και τις Ακολουθίες τους, δίνουν στο χρόνο νέα κατεύθυνση  και διάσταση. Η εορτή, λοιπόν, είναι αυτή η ύπαρξη της Εκκλησίας, όπου η Ανάσταση συνεχίζει να ενεργείται ως ιστορική πραγματικότητα και τοποθετεί τον πιστό μυστηριακά στον κόσμο της θείας ζωής. Είναι η οντολογική αίσθηση της όγδοης ημέρας, το κατ’  εξοχήν καθολικό γεγονός της Εκκλησίας.

Η ευχαριστιακή διάσταση της εορτής

Η Μεταμόρφωση του χρόνου, η ανακαίνιση του κόσμου, η χαρά που δίνει ο Χριστός στον άνθρωπο, αλλά και η μίμηση της ζωής του Χριστού, η καινούργια ζωή που απαιτεί η χριστιανική εορτή, βιώνονται μέσα στην Εκκλησία, την Ευχαριστία και την μυστηριακή της ζωή. Η Εκκλησία, λέγει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», ζει δηλαδή μέσα στα Μυστήρια. Αυτό σημαίνει πώς οι εορτές και οι τελετές της Εκκλησίας πηγάζουν από το ένα και μοναδικό μυστήριο του Χριστού.

Στη Θεία Ευχαριστία, μέσα στη Θεία Λειτουργία, την κατ’  εξοχήν εορτή, είναι παρούσα όλη η Εκκλησία. Ο Χριστός είναι παρών αποκαλύπτοντας στον άνθρωπο την αλήθεια του Θεού. Οι άγιοι είναι και αυτοί παρόντες στη Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Λειτουργία προσφέρεται και «υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων, προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων,…μαρτύρων, ομολογητών…εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης». Όχι όμως ως ικεσία από μας στο Θεό για τους Αγίους αλλά ως ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία δεν προσφέρεται ως ευγνωμοσύνη του αγίου για το θρίαμβο που επιτέλεσε, αλλά προσφέρεται γιατί οι πιστοί χαίρονται και ελπίζουν στην μεσιτεία του κατά το χρόνο της εορτής του. Γι’  αυτό όταν γιορτάζουμε πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Γιορτάζω σημαίνει πηγαίνω στην Εκκλησία, συμμετέχω στη θεία λατρεία, κοινωνώ του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, κοινωνώ με το Θεό. Γιορτάζω σημαίνει δεν είμαι μόνος, αλλά με το Θεό και τους αδελφούς μου.

Γιατί τιμάμε τους Αγίους;

Τιμάμε τους Αγίους όχι ως θρησκευτικούς ήρωες, γιατί αυτό θα ήταν ειδωλολατρία, αλλά ως ζωντανά παραδείγματα βιώσεως της εν Χριστώ ανακαίνισης του ανθρώπου, ως «φώτα θεουργικά», ως φίλους αληθινούς του Θεού, ως κοινωνούς των παθημάτων και της δόξας του Χριστού, αλλά και ως οδηγούς των πιστών «εις πάσαν την αλήθειαν εν Πνεύματι Αγίω».

Οι εικόνες των Αγίων μας

Η τιμητική προσκύνηση των Αγίων πηγάζει από το γεγονός, ότι τιμήθηκαν και οι ίδιοι από το Θεό. Οι εικόνες των Αγίων μαρτυρούν αυτή την τιμή, η οποία τους απονεμήθηκε από το Θεό, κι έτσι παρακινούν κι εμάς προς μίμηση και παρόμοια πίστη. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Η τιμή, την οποία αποδίδουμε στην εικόνα, μεταβαίνει στο εικονιζόμενο πρόσωπο και σε τελική ανάλυση αναφέρεται στο Θεό.

«Ακολουθούντες τη θεηγόρο διδασκαλία των Αγίων Πατέρων μας και την παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας, διότι την αναγνωρίζουμε ως διδασκαλία του εν αυτή ενοικούντος Αγίου Πνεύματος, ορίζουμε με κάθε ακρίβεια και ομοφωνία να τοποθετούνται δίπλα στον άγιο και ζωοποιό Σταυρό επίσης και οι σεβαστές και άγιες εικόνες, οι οποίες κατασκευάζονται από χρώματα και ψηφιδωτές πέτρες ή από άλλο κατάλληλο υλικό, στους ιερούς ναούς του Θεού, στα ιερά σκεύη και άμφια, στους τοίχους και στα ξύλινα πλαίσια, στα σπίτια και στους δρόμους, δηλαδή οι εικόνες του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, της αχράντου Κυρίας μας, της Αγίας θεοτόκου, των τιμίων Αγγέλων και όλων των Αγίων και ευσεβών ανδρών». (Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος).

Πηγή: http://www.apostoliki-diakonia.gr/eortologio/onoma.htm